παρεπιδημώ

παρεπιδημώ
(ε) αμετ. временно проживать в чужой стране, на чужбине

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παρεπιδημώ" в других словарях:

  • παρεπιδημώ — ΝΑ [παρεπίδημος] μένω προσωρινά σε ξένο τόπο, είμαι πάροικος, ξένος σ έναν τόπο αρχ. μεταβαίνω, ταξιδεύω …   Dictionary of Greek

  • παρεπιδημώ — μένω σε ξένο τόπο για λίγο, προσωρινά: Τις μέρες αυτές παρεπιδημεί στην πόλη μας ο Πατριάρχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεπιδημία — η, δωρ. τ. παρεπιδαμία, ΝΑ [παρεπιδημώ] η προσωρινή διαμονή σε ξένο τόπο αρχ. φρ. (για την ζωή) «παρεπιδημία τὶς ἐστιν ὁ βίος» μτφ. μια προσωρινότητα είναι η ζωή (Πλάτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»